- μόχλευση
- η (Α μόχλευσις) [μοχλεύω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μοχλεύω, μετατόπιση, μετακίνηση που γίνεται με τη βοήθεια μοχλούνεοελλ.μτφ. αναμόχλευση, ανακίνηση, αναζωπύρωσηαρχ.ιατρ. εξάρθρωση, εξαγωγή, εκρίζωση.
Dictionary of Greek. 2013.