μόχλευση

μόχλευση
η (Α μόχλευσις) [μοχλεύω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μοχλεύω, μετατόπιση, μετακίνηση που γίνεται με τη βοήθεια μοχλού
νεοελλ.
μτφ. αναμόχλευση, ανακίνηση, αναζωπύρωση
αρχ.
ιατρ. εξάρθρωση, εξαγωγή, εκρίζωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μοχλικός — μοχλικός, ή, όν (Α) [μοχλός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοχλό ή στη μόχλευση ή αυτός που είναι κατάλληλος για τον μοχλό ή για τη μόχλευση 2. το ουδ. ως ουσ. Μοχλικόν τίτλος πραγματείας τού Ιπποκράτους σχετικά με την ανάταξη… …   Dictionary of Greek

  • μοχλεία — και μοχλία ἡ (Α) [μοχλεύω] 1. μετατόπιση, μετακίνηση που γίνεται με μοχλό, μόχλευση 2. η χρήση πιεστήρων …   Dictionary of Greek

  • μοχλευτικός — μοχλευτικός, ή, όν (Α) [μοχλευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μόχλευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”